ἀψίνθινος

ἀψίνθινος
ἀψίνθ-ινος, η, ον,
A flavoured with wormwood,

ἔλαιον Alex.Trall.1.15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αψίνθινος — ἀψίνθινος, ον (Μ) [άψινθος] εκείνος που παρασκευάζεται με αψιθιά …   Dictionary of Greek

  • ἀψινθίνω — ἀψίνθινος flavoured with wormwood masc/neut nom/voc/acc dual ἀψίνθινος flavoured with wormwood masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”